«Το Βερμίγιον Κι ήταν ζαλισμένο και έρημο κάτω από τον καυτό ήλιο του Ιούνη. Τρία χιλιόμετρα δρόμου εκτείνονταν κατά μήκος της παραλίας από την κινητή γέφυρα μέχρι τον δρόμο που έβγαζε στο σπίτι του πατέρα της. Στο τέλος του δρόμου εκείνου, στεκόταν άβαφτη η ξύλινη καλύβα, ένα ετοιμόρροπο κατασκεύασμα με μπλε οροφή και παντζούρια από όπου η μπλε μπογιά ξεφλούδιζε απέξω, με κλιματισμό και άλλες ανέσεις μέσα.
Όταν έσβησε τη μηχανή του Nissan της, οι μόνοι ήχοι ήταν τα κύματα που έσκαγαν στην άδεια παραλία και, κάπου εκεί κοντά, ένα ξαφνιασμένο πουλί που φώναζε Ου – Ο! Ου – Ο! ξανά και ξανά.
Η Εμ έσκυψε το κεφάλι της πάνω στο τιμόνι και έκλαψε για πέντε λεπτά, ελευθέρωσε όλη την πίεση και τον τρόμο του τελευταίου εξαμήνου. Προσπάθησε τουλάχιστον. Δεν υπήρχε κανένας γύρω να την ακούσει, εκτός από το πουλί με τα Ου – Ο. Όταν επιτέλους τελείωσε, έβγαλε την μπλούζα της και σκούπισε τα πάντα: τις μύξες, τον ιδρώτα, τα δάκρυα. Καθάρισε τον εαυτό της μέχρι την αρχή του γκρίζου αθλητικού σουτιέν της. Έπειτα περπάτησε μέχρι το σπίτι, κοχύλια και κοράλλια έσπαγαν κάτω από τα αθλητικά παπούτσια της. Την ώρα που έσκυβε να πάρει το κλειδί από το κουτί με από τις καραμέλες για τον λαιμό που ήταν κρυμμένο κάτω από τον παραδόξως χαριτωμένο νάνο με το ξεβαμμένο σκουφί, στο γκαζόν, από το μυαλό της πέρασε η σκέψη ότι δεν είχε κανέναν από εκείνους τους φρικτούς πονοκεφάλους για πάνω από μια εβδομάδα. Και αυτό ήταν πολύ καλό, ειδικά αφού τα Zomig ήταν περισσότερα από χίλια πεντακόσια χιλιόμετρα μίλια.
Δεκαπέντε λεπτά αργότερα, με ένα σορτσάκι και ένα παλιό πουκάμισο του πατέρα της, ήταν στην παραλία και έτρεχε πάλι.»
"Ζούμε πράγματι σ' έναν κόσμο, όπου δεν είναι όλα όπως θα έπρεπε να είναι. Αυτός είναι όμως ο μοναδικός που έχουμε. Καθώς δε άνθρωποι, όπως εμείς, τον έφτιαξαν έτσι όπως είναι, είμαστε οι μόνοι που θα μπορούσαμε να τον αλλάξουμε. Πρώτα θα έπρεπε βέβαια ν' αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι. Πώς όμως; Όσο παρηγοριόμαστε λέγοντας στον εαυτό μας ότι όλα είναι σίγουρα και στο σωστό δρόμο δε θα υπάρχει περίπτωση ν' αναζητήσουμε έναν άλλο, καλύτερο δρόμο. Αλλά κι όταν επιτρέψουμε στο φόβο να βγει στην επιφάνεια, είναι σχεδόν αδύνατο να βρούμε έναν τέτοιο δρόμο όσο εξακολουθούμε να παρατηρούμε το χαοτικό πέρα-δώθε της κίνησης σ' όλα τα δρομάκια, τους δρόμους και τους αυτοκινητοδρόμους αυτού του κόσμου πάντα είτε από πολύ μικρή είτε από πολύ μεγάλη απόσταση. Παραμένουμε δέσμιοι της προοπτικής που επιλέξαμε κατά περίπτωση. Ίσως βρείτε κι εσείς κάπου κοντά ένα λόφο, απ' όπου όλα φαίνονται κάπως διαφορετικά..." [Γκέραλντ Χίτερ, "Η Βιολογία του Φόβου"]
"Όταν ξύπνησε ξανά πίστεψε πως η βροχή είχε σταματήσει. Όμως δεν ήταν αυτό που τον είχε κάνει να ξυπνήσει. Είχε δεχτεί επίσκεψη σε ένα όνειρο από πλάσματα που δεν είχε ξαναδεί προηγουμένως. Δεν μιλούσαν. Σκέφτηκε πως είχαν μαζευτεί δίπλα στο ράντζο του καθώς κοιμόταν και εξαφανίστηκαν με το που ξύπνησε. Γύρισε και κοίταξε το αγόρι. Ίσως τότε κατάλαβε για πρώτη φορά πως για το αγόρι ήταν ο ίδιος ένας εξωγήινος. Ένα πλάσμα από έναν πλανήτη που δεν υπήρχε πια. Οι ιστορίες του ήταν ύποπτες. Δεν μπορούσε να δημιουργήσει τον κόσμο που είχε χαθεί για να ευχαριστήσει το παιδί χωρίς να δημιουργήσει ταυτόχρονα και το αίσθημα της απώλειας, το οποίο το παιδί γνώριζε καλύτερα από εκείνον. Προσπάθησε να θυμηθεί το όνειρό του μα δεν μπορούσε. Αυτό που είχε μείνει ήταν το συναίσθημα. Σκέφτηκε πως πιθανόν είχαν έρθει να τον προειδοποιήσουν. Για τι;" [Κόρμακ Μακάρθι, "Ο Δρόμος"]
"Η συνοικία εκείνη, αν και δεν απέχει δέκα βήματα από το Σύνταγμα, είναι σχεδόν εξοχική. Σπιτάκια, σπίτια και μέγαρα φαίνονταν από τώρα βυθισμένα στον ύπνο. Οι καθαροί δρόμοι ασπρολογούν ήσυχοι, έρημοι. Τα λιγοστά φανάρια λες και νυστάζουν. Κι η ώρα δεν είναι παρά μόλις εντεκάμισι. Εν' αμάξι διπλό, κλειστό, περιμένει εκεί στη διασταύρωση δύο δρόμων -ενός μικρού στενού, στριφτού, με μιας πήχης πεζοδρόμιο, που κατηφορίζει και χάνεται στο σκοτάδι, κι ενός μεγάλου, ίσιου, με δεντράκια. Όλ' η γωνία εκείνη σχηματίζεται από μαντρότοιχο, ένα μαντρότοιχο ψηλό, περιποιημένο, ασπροκίτρινο, με στολίδια και με δυο πόρτες: μια μεγάλη καγκελόπορτα στο μεγάλο δρόμο με κομψούς παραστάτες, που κρατούν απάνω πελώριες γλάστρες και μια μικρούλα ξύλινη, βαμμένη καφετιά στο στενό. [...] Ο μαντρότοιχος τριγυρίζει το μικρό κήπο με τα λιγοστά του δέντρα και με τ' ανθοστόλιστα παρτέρια του. Στο βάθος υψώνεται τ' όμορφο παλατάκι, με τετράγωνο μαρμαρένιο εξώστη, που τον κρατούνε δυο κολόνες, επίσης μαρμαρένιες, ως τα μαρμαρένια σκαλάκια της εισόδου. Το άλλο κτίριο είναι πέτρινο, σκούρο, σταχτερό, αλλά και τα λίγα του μάρμαρα μισοσκεπάζονται από ένα γίγαντα κισσό, με άφθονα λουλούδια μαβιά. " [Γρηγορίου Ξενόπουλου, "Ο Πόλεμος, Αθηναϊκό Μυθιστόρημα"]
"Στέκεται εκεί, δίχως να επωφελείται από κανέναν παραμορφωτικό φακό, σε ένα δωμάτιο που λιώνει από τη θέρμη των λεμονί καναπέδων και των πορφυρών τοίχων και των ριγέ κρεμ-και-πρασινων πολυθρόνων, χαμένο στη μέση του Regency, του ξενοδοχείου που μοιάζει με τούρτα γενεθλίων, γεμάτο χρυσά περιγράμματα, αγαλματάκια του θεού Έρωτα και θολίσκους στις στέγες. Δεν υπάρχει σενάριο. Δεν υπάρχει ο Μινέλλι για να ρυθμίσει τον φακό Σινεμασκόπ. Ψυχρή μπλε βροχή χτυπάει στα παράθυρα και γαρνίρει την Παρκ Άβενιου κάτω μας καθώς η Άβα Γκάρντνερ βαδίζει μεγαλοπρεπώς κατά μήκος του ροζ κλουβιού της σαν μια κομψή τίγρις. Φορά ένα γαλάζιο κασμιρένιο πουλόβερ με αναγυριστό γιακά, με σηκωμένα τα μανίκια μέχρι τους αγκώνες και μια στενή καρό μίνι φούστα και πελώρια μαύρα γυαλιά με κοκκάλινο σκελετό και είναι απολαυστικά, θεϊκά ξυπόλητη." [από profile του Ρεξ Ριντ στην Άβα Γκάρντερ]
"Παρακολουθήσαμε την Πρωτοχρονιά να κάνει το γύρο του κόσμου, την παράλογη μαζική υστερία του εορτασμού της χιλιετίας. […] Ακόμη κι εκείνο το βράδυ, ειδικά εκείνο το βράδυ οι άνθρωποι περίμεναν το χειρότερο, λες κι εκείνο το βράδυ δεν ήταν παρά μια τεράστια άσκηση αεράμυνας, η αναμονή για την αλυσίδα από τρομακτικές Χιροσίμες που θα συνενώσει σε μια συγχρονισμένη καταστροφή όλους τους πολιτισμούς του κόσμου. Ή τώρα ή ποτέ. Και δεν ήρθε ποτέ. Ίσως ακριβώς αυτό να γιόρταζαν όλοι, το γεγονός ότι δεν ήρθε, οτι τώρα η τελειωτική καταστροφή δεν θα έρθει ποτέ. Ελεγχόμενη αταξία, διανθισμένη με διαλείμματα προκειμένου να πωλούνται αυτοκίνητα. Η τηλεόραση κάνοντας αυτό που ξέρει καλύτερα να κάνει: ο θόρυβος του ασήμαντου επί του τραγικού. Ο Θρίαμβος της Επιφάνειας, με την Μπάρμπαρα Ουόλτερς. Αντί για την καταστροφή των αρχαίων πόλεων, μια διεθνής έκρηξη του επιφανειακού, ένα παγκόσμιο ξέσπασμα συναισθηματισμού που όμοιό του δεν είχαν ζήσει ποτέ ούτε καν οι Αμερικανοί." [Φίλιπ Ροθ, "Το Ζώο που Ξεψυχά"]
"'Πες μου μερικές μπάντες,' είπα. 'Έτσι ώστε να γράψω γι' αυτές.' Ο μεγαλύτερος ροκ δισκοκριτικός όλων των εποχών σήκωσε τα χέρια ψηλά. Το άψυχο σώμα μου αιωρήτο προς το μέρος του. Με μια φωνή όσο δυνατή όσο το σύμπαν, ο Νιλ Πόλακ είπε: 'Όχι! Ποτέ δεν θα μάθεις! Ποτέ δεν θα μάθεις! Κανείς δε νοιάζεται για τη γνώμη σου! Το ροκ δεν σου ανήκει, ούτε ανήκει σε κανέναν σαν κι εσένα! Ροκ δισκοκριτικοί του κόσμου, σάς έχω καταστρέψει! Αποποιηθείτε την ειδικότητά σας καθώς θα σας οδηγώ στην κόλαση! Οι μέρες σας στη γη τελείωσαν!'" [Neal Pollack, "Never Mind the Pollacks"]
"Ύστερα πιάνει άλλη ιστορία κι εγώ σηκώνομαι, τα πόδια μου παραδόξως με κρατάνε και μετά περνάω απ' την πίστα, ανάμεσα σε αυτούς που κουνιούνται εκεί, προσπαθώντας να μην παραπατήσω και ταυτόχρονα να λικνίσω λίγο τους γοφούς μου, σε μια αδέξια απόπειρα να φανώ κάπως σέξι, μήπως και η άλλη με παρακολουθεί. Νιώθω ντροπαλός και άκομψος και τελείως άχρηστος μαλάκας, λες κι η προσπάθεια να διανύσω αυτά τα λίγα μέτρα εξαφάνισε, τελικά, και το ύστατο ψήγμα ενέργειας από το κορμί μου και θα σωριαστώ, εδώ, από στιγμή σε στιγμή θα 'κατεβάσω ρολά' και θα σωριαστώ για ύπνο εδώ στην πίστα, κουλουριασμένος σαν μπάλα." [Nial Griffiths, "Κέλι + Βίκτορ"]