"Η συνοικία εκείνη, αν και δεν απέχει δέκα βήματα από το Σύνταγμα, είναι σχεδόν εξοχική. Σπιτάκια, σπίτια και μέγαρα φαίνονταν από τώρα βυθισμένα στον ύπνο. Οι καθαροί δρόμοι ασπρολογούν ήσυχοι, έρημοι. Τα λιγοστά φανάρια λες και νυστάζουν. Κι η ώρα δεν είναι παρά μόλις εντεκάμισι. Εν' αμάξι διπλό, κλειστό, περιμένει εκεί στη διασταύρωση δύο δρόμων -ενός μικρού στενού, στριφτού, με μιας πήχης πεζοδρόμιο, που κατηφορίζει και χάνεται στο σκοτάδι, κι ενός μεγάλου, ίσιου, με δεντράκια. Όλ' η γωνία εκείνη σχηματίζεται από μαντρότοιχο, ένα μαντρότοιχο ψηλό, περιποιημένο, ασπροκίτρινο, με στολίδια και με δυο πόρτες: μια μεγάλη καγκελόπορτα στο μεγάλο δρόμο με κομψούς παραστάτες, που κρατούν απάνω πελώριες γλάστρες και μια μικρούλα ξύλινη, βαμμένη καφετιά στο στενό. [...] Ο μαντρότοιχος τριγυρίζει το μικρό κήπο με τα λιγοστά του δέντρα και με τ' ανθοστόλιστα παρτέρια του. Στο βάθος υψώνεται τ' όμορφο παλατάκι, με τετράγωνο μαρμαρένιο εξώστη, που τον κρατούνε δυο κολόνες, επίσης μαρμαρένιες, ως τα μαρμαρένια σκαλάκια της εισόδου. Το άλλο κτίριο είναι πέτρινο, σκούρο, σταχτερό, αλλά και τα λίγα του μάρμαρα μισοσκεπάζονται από ένα γίγαντα κισσό, με άφθονα λουλούδια μαβιά. "
[Γρηγορίου Ξενόπουλου, "Ο Πόλεμος, Αθηναϊκό Μυθιστόρημα"]