"Όταν ξύπνησε ξανά πίστεψε πως η βροχή είχε σταματήσει. Όμως δεν ήταν αυτό που τον είχε κάνει να ξυπνήσει. Είχε δεχτεί επίσκεψη σε ένα όνειρο από πλάσματα που δεν είχε ξαναδεί προηγουμένως. Δεν μιλούσαν. Σκέφτηκε πως είχαν μαζευτεί δίπλα στο ράντζο του καθώς κοιμόταν και εξαφανίστηκαν με το που ξύπνησε. Γύρισε και κοίταξε το αγόρι. Ίσως τότε κατάλαβε για πρώτη φορά πως για το αγόρι ήταν ο ίδιος ένας εξωγήινος. Ένα πλάσμα από έναν πλανήτη που δεν υπήρχε πια. Οι ιστορίες του ήταν ύποπτες. Δεν μπορούσε να δημιουργήσει τον κόσμο που είχε χαθεί για να ευχαριστήσει το παιδί χωρίς να δημιουργήσει ταυτόχρονα και το αίσθημα της απώλειας, το οποίο το παιδί γνώριζε καλύτερα από εκείνον. Προσπάθησε να θυμηθεί το όνειρό του μα δεν μπορούσε. Αυτό που είχε μείνει ήταν το συναίσθημα. Σκέφτηκε πως πιθανόν είχαν έρθει να τον προειδοποιήσουν. Για τι;"
[Κόρμακ Μακάρθι, "Ο Δρόμος"]