Γενικά, δεν έχω ξεκαθαρίσει μέσα μου αν πιστεύω στο Θεό. Και ξέροντας το αναποφάσιστο του χαρακτήρα μου, δε νομίζω να το αποφασίσω και ποτέ. Τη μία βρίσκω ενδιαφέρουσα όλη αυτή την λύπη που ακολουθείται από τη χαρά και την ανά(σ)ταση και μετά από μερικές στιγμές ο ορθολογικός μου εαυτός με δύο μπούφλες αυτοεκτίμησης και σύνεσης με συνεφέρνει. Αυτός ο δεύτερος, τη Μεγάλη Παρασκευή το βράδι απουσίαζε και άφησε τον πρώτο να αφηνιάσει διαβάζοντας τη Μπαλάντα του Reading Gaol του Oscar Wilde, ό,τι πρέπει για υποκατάστατο του Επιτάφιου που δεν πήγα.
Ένα μνημείο θάρρους, ειλικρίνειας και υψηλής αισθητικής που γλυστράει μέσα σου σαν ρίγος και λέξη με τη λέξη σηκώνει τις τρίχες σου, σε κάνει να αισθάνεσαι αμήχανα, μικρός και δειλός. Θαυμάζεις αυτούς που σε πρόδωσαν ανοιχτά και χάθηκαν γι'αυτό, γίνεσαι καλύτερος άνθρωπος και τέλος πάντων μπορείς και γράφεις τόσες μεγάλες κουβέντες σε μια παράγραφο.
(O τίτλος αποτελεί μνεία σε εκδότη που ενθουσιάστηκε με τον τίτλο "Τραχανοπλαγιά και Σούσι" -ή κάπως έτσι- που του έφερε αγαπημένο παιδί του)