Το Σάββατο το βράδι βγήκα με έναν τύπο που έμοιαζε να έχει κατέβει από άλλο πλανήτη. Ή τελος πάντων για να το θέσω σωστότερα εγώ είμαι ο προβληματικός εξωγήινος -απλά τα τελευταία χρόνια όλοι οι φίλοι μου προέρχονται κι αυτοί από τον πλανήτη μου και με καταλαβαίνουν.
Τον γνώρισα στη δουλειά. Δεν τον πολυσυμπαθώ, καλόκαρδος αλλά χωρίς κανένα ενδιαφέρον -εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον. Και έχει και ένα περίεργο βλέμμα, κάπως σα να γυαλίζει το μάτι του, κάπως έτοιμος για το τρελλάδικο. Με μια αβεβαιότητα στη φωνή, μια ανασφάλεια καθόλου φιλοσοφημένη, αλλά ενστικτώδη ίσως γιατί η ζωή δεν του τα έχει φέρει όπως τα θέλει και τον έχει πάρει από κάτω. Αλλά σίγουρα δεν είναι ο τύπος του ανθρώπου που θα το βγάλει αυτό προς τα έξω. Ούτε καν εν είδη πετυχημένου βιωματικού χιούμορ, όπως έκανε ο Μπάστερ Κίτον φερ' ειπείν. Θα προσπαθήσει να φανεί κανονικός. Όσο κι αν εγώ απεγχθάνομαι τους "κανονικους".
Εδώ και καμιά-δυο βδομάδες με παρακαλάει να πάμε για καφέ ή ποτό (δεν είναι γκέι -ποτέ δεν ξέρεις βέβαια…) και έφτασα σε ένα σημείο που δεν μπορούσα να το αποφύγω. Συναντηθήκαμε τελικά, μπήκα στο αυτοκίνητο του, "πού πάμε;", "δεν ξέρω, πού θες;". Ωραία. Πάντα με εκνευρίζει όταν συμβαίνει αυτό.
Αποφασίσαμε να πάμε προς τα νότια (ήμασταν στους Αμπελόκηπους) αφού του ξεκαθάρισα ότι οτιδήποτε είναι κάτω από το Γκάζι είναι απάτητη γη για μένα. Και όπως αποδείχτηκε ήταν και για εκείνον. Μετά από δύο ώρες ανιλεούς ακρόασης όλου του back catalogue της Παπαρίζου (έπεσα σε φαν βλέπεις), ψαξίματος των δρόμων, άθλιας οδήγησης, κρύου χιούμορ και μέτριας κίνησης (πάλι καλά) στην παραλιακή, καταφέραμε να εντοπίσουμε τη γαμημένη τη Γλυφάδα (όπου είχε πάει λέει "μια φορά"). Βρήκαμε και τα δύο πάρκινγκ, για τα οποία είχε μάθει από διηγήσεις, παρκάρε.
Κατευθυνθήκαμε προς τα πολλά φώτα, γιατί η μία φορά που είχε βρεθεί δεν του είχε αφήσει ξεκάθαρες μνήμες σχετικά με το πού είχε πιει το γαμοποτό του. Βρεθήκαμε σε μια μπαροκαφετέρια που έπαιζε προπέρσινες καλοκαιρινές επιτυχίες και όλα τα κομμάτια από τα σποτ του cutty sark των 6 τελευταίων χρόνων. Πιτσιρίκια τριγύρω μας χαλούσαν το τελευταίο χαρτζηλίκι πριν κλειστούν μέσα για χάρη των Πανελληνίων. Κι εμείς αμήχανοι στη μέση, παίζαμε με τα κινητά μας, βγαίναμε κάθε τρεις και λίγο να πάρουμε κανα τηλέφωνο, μιλούσαμε για θέματα που δε μας ενδιέφεραν, "καλά δεν είναι εδώ;", "ναι μια χαρά". Βαρεμάρα.
Μου είπε για τις γκόμενες του, κοίταζε σα λιγούρι μικρούλες τριγύρω μας, συνέχιζε τα χοντροκομμένα αστεία, λες και έβλεπα το American Pie… in flesh! Αμηχανία. Αντέξαμε τρία τέταρτα, σχολιάζοντας κοινούς γνωστούς και συζητώντας αηδίες για το fame story. Γενικώς, πράγματα που δεν ενδιαφέρουν κανέναν πάρα πολύ αλλά θέλοντας και μη, όλοι δίνουμε λίγη προσοχή, την ώρα που έχουμε γλαρώσει, πριν κοιμηθούμε μπροστά στον τετράγωνο φωτεινό θεό της μανιοκατάθλιψης.
Πίσω στο αυτοκίνητο, πίσω στη βάση μας. Κρύα αστεία, Παπαρίζου, ψιλομποτιλιάρισμα in reverse. Αμπελόκηποι. Καληνύχτα. Πάω στοίχημα ότι όταν γύρσα την πλάτη μου, με έβριζε στο κιβώτιο των ταχυτήτων του. Ταξί. Ανεβαίνουμε τη Μεσογείων. Ασφάλεια. Σπίτι.
Αυτή η νύχτα ήταν η πιο βαρετή της ζωής μου, όλη την ώρα κοιτούσα το ρολόι μου. Και η βαρεμάρα είναι ο χειρότερος εχθρός μου. Μπορώ να αντέξω την ασυνέπεια, τα ψέματα, , τον ψυχολογικό πόλεμο, όχι όμως τη βαρεμάρα. Το να κοιτάω το ρολόι και να μην έχει περάσει πεντάλεπτο είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να μου συμβεί.
Θαυμάζω τους ανθρώπους που αντέχουν και ζουν βαρετές ζωές. Ή που δε βρίσκουν βαρετό αυτό που βρίσκω εγώ -όπως το δει κανείς.