Νομίζω πως γίνομαι μίζερος, εκνευρίζομαι εύκολα. Σε ουδέτερες στιγμές είμαι θλιμμένος, αισθάνομαι αδύναμος, αδιάφορος, διαφανής, γκρινιάζω πολύ, γκρινιάζω εδώ και δύο προτάσεις. Δεν ήμουν πάντοτε έτσι, το συζητούσα τις προάλλες κάπου στα Βόρεια. Ήταν ένα από τα χαλαρά εκείνα τραπέζια με συναδέλφους που δεν είναι συνεργάτες, ούτε ανταγωνιστές, κι έτσι μπορείς να πεις αυτό που σκέφτεσαι και να σε καταλάβουν∙ με αυτούς ρισκάρεις το ελάχιστο δυνατό να σου κάνουν κάπως κάπου τη στραβή. Στο κέντρο του τραπεζιού υπήρχε ένας πύργος από ψητά λαχανικά, στηριγμένος σε κάποιο μισολιωμένο ελληνικό τυρί με ασυνήθιστο όνομα. Δεν ήταν απαραίτητο για το πιάτο, υπήρχε περισσότερο για να διαβάζεις στον κατάλογο π.χ. «μιλφέιγ ψητών λαχανικών με μαστέλο Χίου» και όχι απλά «μιλφέιγ ψητών λαχανικών» και να εντυπωσιάζονται οι βλάχοι που ανακάλυψαν το σούσι χτες προχτές.
«Δεν θέλω διακοπές, θέλω να εξαφανιστώ», ήταν η απόκρισή μου στις συνηθισμένες ερωτήσεις της εποχής «πού θα πας φέτος;». Στάθηκε ικανή να γκρεμίσει το άνωθι εδώδιμο οικοδόμημα. Το μαχαίρι και το πιρούνι κάποιου από την παρέα το διέλυσαν νευρικά στο άκουσμα της. Δυσανασχέτησα, μου φάνηκε σαν προοίμιο κάποιας «πάει-τα-έχασε-αυτός» αντίδρασης. Λάθος. Την επεξήγηση ότι μιλάω σοβαρά και ότι δεν εννοώ να αλλάξω απλά διεύθυνση και κινητό και να μην ενημερώσω τους αντιπαθείς, ακολούθησαν ενθουσιώδη επιφωνήματα επιδοκιμασίας. Ήμουν σε ένα τραπέζι με ανθρώπους που ήθελαν όλοι να εξαφανιστούν, να λουστούν με Άζαξ και να γίνουν αόρατοι. Θα μπορούσαμε να εξαφανιστούμε όλοι μαζί ενδοχομένως, να βρούμε πλαστά διαβατήρια, να φύγουμε, όπως έκανε ο Μπορν στο φινάλε της πρώτης ταινίας. Να ρίξουμε ένα φάσκελο, να τα γκρεμίσουμε όλα σαν να ήταν κανένας πύργος από κολοκυθάκια, μελιτζάνες και μανιτάρια πλευρώτους στη σχάρα, και να ξεκινήσουμε από το μηδέν. Πώς, όμως, φτάσαμε ως εδώ;
///
Δεν πίνω καφέ. Δεν μπόρεσα ποτέ μου να καταλάβω όσους πίνουν. Όση υπερένταση και να προκαλέσει η καφεΐνη στα χάμστερ και τα ινδικά χοιρίδια των εργαστηρίων, εγώ θα συνεχίσω να νομίζω ότι είναι ψυχολογικό. Σαν να πιστεύεις στον Άη Βασίλη ή στο Θεό. Πιστεύεις ότι υπάρχει αυτός που σε σώζει, σου φέρνει τα δώρα ή σε ξυπνάει. Πιστεύουν στην Καφεΐνη.
Τον τελευταίο καιρό, ήπια πολλούς καφέδες. Δεν είναι ότι χρειάστηκε να ξυπνήσω πιο πρωί, δεν αυξήθηκε η δουλειά, δεν πήρα προαγωγή, κάνω τα ίδια, ξυπνάω ίδια ώρα. Ξυπνάω κουρασμένος όμως. Τα σκεπάσματα είναι μούσκεμα, αντιπαθώ τα κλιματιστικά. Το κεφάλι μου πονάει, τα αφτιά μου βουίζουν, δεν θέλω να ξυπνήσω, δεν θέλω να κοιμηθώ. Ακούω το ξυπνητήρι και σκέφτομαι λίγο τι θα κάνω με τη μέρα μου. Δουλειά. Ξαναπέφτω. Το ξυπνητήρι είναι από εκείνα που τα ρυθμίζεις να χτυπάνε και κάμποσα λεπτά αργότερα. Στο δεύτερο χτύπημα, σκέφτομαι παραλίες και ήλιο. Ξαναπέφτω, το ξυπνητήρι δεν έχει πει το τελευταίο του ντριν. Την τρίτη φορά σηκώνομαι, «γαμιόλικο, δεν θα με αφήσεις να κοιμηθώ». Μιλάω στο ξυπνητήρι στο δεύτερο πρόσωπο. Στο κεφάλι μου τρυπάνε τέσσερα κομπρεσέρ, φτιάχνω καφέ να ξυπνήσω, τον πίνω. Δεν ξυπνάω, εκνευρίζομαι μόνο, ήμουν ήδη ξύπνιος ο μαλάκας, τρεις φορές χτύπησε το ξυπνητήρι. Τα κομπρεσέρ είναι έξι τώρα. Μπαίνω για ντους. Το ίδιο βιολί εδώ και τρεις βδομάδες.
Δεν είναι απλά ότι έχουν σφίξει οι ζέστες. Σίγουρα, οι 46 βαθμοί υπό σκιά αυτού του καλοκαιριού, αν βρίσκεσαι μακριά από τη θάλασσα, μπορούν να σε γονατίσουν και να σε κάνουν να δεις το βασιλιά των ταράνδων να σου χαμογελάει ανάποδα. Ο χειμώνας που πέρασε ήταν κουραστικός, σύμφωνοι και πάλι. Αλλά δεν είναι μόνο αυτά. Δεν είναι απλά ότι έχω αρχίσει και βαριέμαι τη δουλειά, τη ζωή, τις ίδιες διαδρομές κάθε μέρα, το σπίτι, τους φίλους, τα πάντα. Δεν είναι απλά ότι θέλω να ηρεμήσω στις διακοπές μου. Είναι όλα τα παραπάνω μαζί, νομίζω. Μάλλον, δεν ξέρω τι είναι στ' αλήθεια. Αυτό που ξέρω είναι ότι μου φαίνεται δυσβάσταχτο. Υπάρχουν κι άλλοι εκεί έξω με ίδια μυαλά, τις προάλλες τρώγαμε και μαζί.
///
Είχα διαβάσει για το burnout αυτό σε περιοδικά πιο παλιά, όμως δεν μου κάηκε και κανένα καρφί. Μη ρεαλιστικοί στόχοι, υπερβολική πίεση, η αίσθηση ότι δεν κάνεις τίποτα σημαντικό, βαριεστημάρα: Αυτά προκαλούν το burnout. Τσαρλατάνικη ποπ ψυχολογία, σαν τον ιό της αφθονίας που μας έπρηζαν πρόπερσι. Ψάχνονται να σε βγάλουν άρρωστο, να σε ξαπλώσουν στο ντιβάνι τους, να σε γδύσουν και να σου φορτώσουν τον ήδη βαρύ εγκέφαλο με ακόμα περισσότερες θεωρίες που δεν μπορείς ούτε να επιβεβαιώσεις ούτε να απορρίψεις. Κυκλοφορούν πολλά τεστ εκεί έξω, αν θέλεις να μάθεις πόσο καμμένος είσαι. Τις τελευταίες τρεις εβδομάδες έχω κάνει ένα σωρό από δ' αύτα -άλλα είναι αστεία, άλλα σοβαρά, άλλα τα βρήκα στις επίσημες σελίδες πανεπιστημίων. Σε όλα, το σκορ μου χτυπάει κόκκινο. Ωραία, λοιπόν, το έμαθα, είμαι άρρωστος αλλά η Wikipedia δεν ξέρει να μου πει πώς να το αντιμετωπίσω. Έχει διάφορα link κάτω από τις πληροφορίες, αλλά δεν μου φαίνεται κανένα της προκοπής, συνέχεια σε κάτι κακοσχεδιασμένα ερασιτεχνικά σάιτ με αστείες ταπετσαρίες και λάθος χρώματα σκουντουφλάω. Θέλω απλά διακοπές σκέφτομαι, burnout και αηδίες.
Κανονίζω ένα τετραήμερο σε κάποιο νησί, πηγαίνω. Όλα καλά. Επανέρχομαι και μέσα σε μία μέρα ο εγκέφαλός μου μοιάζει και πάλι με τον Εθνικό Δρυμό της Πάρνηθας μετά τον Ιούλιο -αποκαΐδι. Θέλω κάτι πιο δραστικό. Έτσι φτάνουμε σε εκείνο το τραπέζι της εισαγωγής, όταν κάποιος από τους φίλους, μού θύμισε εκείνο το θέμα σε κάποιο παλιό τεύχος του περιοδικού "GQ". Το διάβαζα πέρσι τέτοια εποχή σε μια παραλία των Μικρών Κυκλάδων. Ο συντάκτης είχε κλειστεί σε ένα μοναστήρι κάπου στο Νιου Μέξικο και έγραφε όλα όσα παρατηρούσε εκεί. Το είχα βρει κάπως ηλίθιο. "Τι άλλη ανοησία θα κάνουν αυτοί οι Αμερικάνοι για να εντυπωσιάσουν";
///
Ξαναδιαβάζοντας το θέμα φέτος, το βρίσκω πάλι εντυπωσιακό, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Πέρα από το γεγονός ότι είναι καλογραμμένο και ενδιαφέρον, την περσινή μου μηδενιστική αντίδραση έχει διαδεχθεί ένα πρωτόγνωρο ενδιαφέρον, ένα έντονο γαργαλητό της διαίσθησης. Αυτό ήθελα να κάνω, να είμαι κάπου όμορφα, μόνος μεταξύ αγνώστων και να μην έχω τίποτα και κανέναν απολύτως στο κεφάλι μου. Όλοι είχαν διαβάσει το συγκεκριμένο θέμα στο τραπέζι και όλοι σκέφτηκαν ακριβώς το ίδιο. Τον ένα μήνα της άδειας να μην εισπνεύσουν ούτε ένα μιλιγραμμάριο κοσμικού/τουριστικού φρενιάσματος στη Μύκονο ή τη Σαντορίνη. Θα δεις ένα σωρό γνωστούς εκεί. Θα συνεχίσεις να βάζεις δίπλα δίπλα το ελληνικό και το λατινικό "ρο", μπορεί να αναγκαστείς να βγεις και με δυο-τρεις από δ' αύτους. Στην περίπτωση που δεν θα συναντήσεις γνωστούς σου, θα συναντήσεις τους σωσίες τους, ανθρώπους που μοιάζουν με εκείνους που βλέπεις τις τρείς εποχές που καταχρηστικά καμιά φορά ονομάζουμε χειμώνα.
Κανείς, από όσους (το νούμερο είναι διψήφιο) ρώτησα δεν λαχταράει κάτι τέτοιο. Είναι κάποιο είδος τάσης, μάλλον. Όχι από εκείνες τις τάσεις που τις επινοούν τα περιοδικά και διάφοροι σαχλοί κοινωνιολόγοι για να τις εκμεταλλευτούν και να τις γκρεμίσουν μετά δημιουργώντας εμπορεύσιμους, τεχνητούς, κοινωνικούς τριγμούς. Είναι πολύ πιο απλό, δράση-αντίδραση, προσφορά-ζήτηση. Όσο πιο πολλοί αρχίζουν να απαιτούν ακόμα περισσότερα από εσένα, τόσο κι εσύ θα αηδιάζεις και θα δυσκολεύεσαι να τους τα δώσεις, δεν είναι πυρηνική φυσική. Όσο αυξάνονται αυτοί που σε ψάχνουν, τόσο καλύτερα πρέπει να κρυφτείς. Ίσως είναι και μια απάντηση. Το στερεότυπο των "ξέφρενων" (τόσο "ειδήσεις του Σταρ" προσδιορισμός) διακοπών, εκεί που οφείλεις να γυρνοβολάς όλη τη μέρα στα καφέ, τα μαγαζιά και τις παραλίες και το βράδι στα κλαμπ (τα οποία, όπως όλοι ξέρουμε, έχουν πεθάνει) όπου θα αφήνεις τη μυρωδιά του αλκοόλ να καταλάβει το χνώτο σου, μοιάζει να μη συγκινεί πια και πολλούς που δεν είναι φοιτητές ή τριαντάρηδες Πήτερ Παν. Οπότε απομένει το έτερο μοντέλο διακοπών. Αυτές που κλείνεις το κινητό, διαλέγεις τον πιο αναπάντεχο προορισμό και τραβάς. Ακόμα και ο Ρουβίκωνας στερεύει καμιά φορά.
///
Μαρτίου 2005 Απριλίου 2005 Μαΐου 2005 Ιουνίου 2005 Ιουλίου 2005 Αυγούστου 2005 Σεπτεμβρίου 2005 Οκτωβρίου 2005 Νοεμβρίου 2005 Δεκεμβρίου 2005 Ιανουαρίου 2006 Φεβρουαρίου 2006 Μαρτίου 2006 Απριλίου 2006 Μαΐου 2006 Ιουνίου 2006 Ιουλίου 2006 Αυγούστου 2006 Σεπτεμβρίου 2006 Νοεμβρίου 2006 Φεβρουαρίου 2007 Ιουλίου 2007 Δεκεμβρίου 2007 Φεβρουαρίου 2008 Δεκεμβρίου 2008 Δεκεμβρίου 2009 Δεκεμβρίου 2010 Δεκεμβρίου 2011